νεανισκάριον

νεανισκάριον
νεανισκάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεανισκάριον — νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) [νεανίσκος] (συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τού νεανίσκος …   Dictionary of Greek

  • νεανισκάρια — νεανισκάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανισκύδριον — νεανισκύδριον, τὸ (Μ) (συν. με υποτιμητική σημ.) νεανισκάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεανίσκος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”